SlangWiki
Advertisement

Ψυχορραγώ, κρούομαι από τον άγγελο που έχει έρθει να πάρει την ψυχή μου (σύμφωνα με βάσιμες πληροφορίες είναι ο Γαβριήλ). Αλλά επίσης μπορεί να σημαίνει σεληνιάζομαι, έχω επιληπτική κρίση ή άλλες ψυχοσωματικές παθήσεις που μπορούν να αποδοθούν σε επήρεια αγγέλων ή απλά τρομάζω πάρα πολύ.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Ω, συγκλονίζομαι. Θωρώ εμπρός μια θαμπή μορφή. Α, τι γυρεύεις εδώ στου μαρτυρίου μου το κρεβάτι, μπρε Γιαννού; Δεν ομιλείς; Ήρθες, φαίνεται, για να με κρίνεις! –Εσύ φταις, το κρίμα όλο δικό σου, Αλέξανδρε. –Είπα να το συλλογιστείς, Γιαννού, δεν είπα να το πράξεις. –Δεν το ψήφισα. Σα να ’μουνα κουρντισμένη γι’ αυτό. Όταν σε ζυγώνουν τόσα βάσανα! Γλίτωσαν τα καημένα τα θηλυκά, δε βαριέσαι. Ζωή με τόσους πόνους δε φελά. Είμαι πλασμένη εγώ να υπηρετώ «ανώτερα πράγματα». «Αλλά σας ερωτώ: έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπο ν’ ανατρέφονται;» –Απερίσκεπτος ήσουν, έπρεπε καλύτερα να τα ζυγίσεις τα πράγματα. –Τι, δεν ήθελες; Α, μπα. Δεν σε πιστεύω. Ανταριάστηκα. Εσύ με έσπρωξες, εσύ μου πήρες τα μυαλά. Το χέρι σου ήταν που κρατούσε το χέρι μου, ανάθεμα, στην κούνια εκεί, στη στέρνα, στο πηγάδι. Αν προλάβαινα, θα έκανα κι άλλα τέτοια, πολλά, πολλά. –Φύγε, Γιαννού, μη με διώκεις. Σε πήρα στο λαιμό μου, ο τάλας εγώ, σ’ έκανα Φόνισσα Φραγκογιαννού κι έτσι θα μείνεις στον αιώνα τον άπαντα, καμένη εσύ, Χαδούλα. Φύγε, φύγε, να λυτρωθώ, ψυχή παραδίνω. Και μη μιλείς, μη βάζεις μαναφούκια και στις άλλες, και σηκωθεί στο πόδι να με κυνηγά καμιά, φερ’ ειπείν, Στρίγκλα μάνα. Χάνω τη λαλιά μου, σβήνει η ανάσα μου. Αγγελοκρούομαι. Η Κυρατσούλα μου αγγίζει το μέτωπο, το σφουγγά μαλακά μ’ ένα λευκό πεσκίρι. Έπειτα γονατίζει εμπρός μου, προσεύχεται. Κλαίει σιωπηλά. Μη λυπάσαι καθόλου, κόρη μου! Αυτά είναι τα χαΐρια του ανθρώπου. Αφήστε με, ψελλίζω, να αναπαυτώ, και μου φεύγει ένα δάκρυ. Θέλω να μείνω μοναχός μου απόψε. Είναι δύο της νυκτός, λέει η Χαρίκλεια. Μ’ ατενίζουν και οι τέσσερις κι αποχωρούν. Καληνύχτα. Όλα λευκά τα βλέπω απ’ το παράθυρο, χιών βαρεία. Έρχονται πλέον τα λοίσθια! Είναι σκληρός, είναι ασήκωτος για μας ο ντουνιάς ετούτος. Κι εμείς «άχθος αρούρης». «Ασκ ολσούν τσιβιρινέ. Χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να γυρίζει τον κόσμο αυτόν». Χαιρετώ τον Αρχάγγελο πόχει καθίσει στο προσκέφαλό μου. Παραδίδομαι, Κύριε, τελευτώ. Φέρνω τη δεξιά μου και σφαλνώ τα καπάκια των ομματιών μου, τις εκούρασα τις ομογάλακτες, μην τις βάνω και την υστερνή μου στιγμή, τις βαριόμοιρες, και σε άλλον, περιττόν, έτι κόπον. (Θωμάς Κοροβίνης, Το Αγγελόκρουσμα- Η τελευταία νύχτα του κυρ Αλέξανδρου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2012).
  2. Ομολογώ. Δεν είμαι παρά μια ξεκουτιασμένη γραία γεννημένη στον περασμένο αιώνα που αγγελοκρούομαι κάθε τόσο, από διάφορα σκηνικά προς Μετάνοιαν, και συ δεν είσαι παρά ένα νταβραντισμένο νιάτο, που διαρκώς σεξ-αλώνεις και νομίζεις ότι έπιασες το νόημα του κόσμου, στα γυμνασμένα σου μπράτσα. (Σαλογραία).
  3. Σεπτέμβρης. Έπειτα επίνευσε το μεγάλο ρίσκο: Χόρτασε «τον άρτον» σου «τον επιούσιον» κι αύριο εις επανάληψιν ευχήσου, αφού πλέον για τίποτα δεν συνυπάρχεις με την βεβαιότητα. Κατά λάθος. Κατά λάθος σου μοιάζει. όλος ο κόσμος. Νοέμβρης. Σαν θρυμματίσω τους αγκώνες μου το επόμενο ν' αρχίσω ν' αγγελοκρούομαι. (Εδώ).
Advertisement