SlangWiki
Advertisement
  1. Ο διακινητής μικρών ποσοτήτων ναρκωτικών, που λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα στον έμπορο και τον χρήστη. Ονομάζεται έτσι από τα βαπόρια, τα πλοία που διακινούν ναρκωτικές ουσίες.
  2. Αυτός που φτάνει σε κατάσταση μέθης, πλήρης αλκοόλ, όπως το βαπόρι είναι πλήρες φορτίου, και παραπατάει και ζαλίζεται, όπως οι επιβάτες πλοίου που ταράζεται στη θάλασσα.
  3. Το προ ηλεκτρισμού σίδερο για το σιδέρωμα που λειτουργούσε με κάρβουνο.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. «Βαποράκι» λέει «αντίο» όταν συνειδητοποιεί ότι έσκασε η κάψουλα κοκαΐνης στο στομάχι της. «Πεθαίνω, Θεέ μου, βοήθησέ με» η ανατριχιαστική έκκληση της γυναίκας που είναι πλέον νεκρή - Ζητά από τον φίλο της να στείλει ένα μήνυμα αγάπης στους δικούς της. Μια 28χρονη γυναίκα από τη Βραζιλία έφυγε τραγικά από τη ζωή πριν από περίπου 10 μέρες, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της στη Λισαβόνα, όταν μία από τις κάψουλες που είχε καταπιεί για να εισάγει παράνομα κοκαΐνη στην Πορτογαλία «έσπασε» μέσα στο στομάχι της, προκαλώντας τον θάνατό της από υπερβολική δόση. (Πρώτο Θέμα).
  2. Είχε ήδη γίνει βαποράκι όταν έσκασε μύτη η παρέα.
  3. - Κατίίίίνα! Φέρε μαρὴ κανένα κάρβουνο ἀπ' τὴ φουφού! - Γιατὶ καλὲ θεία; - Δὲ βλέπεις μαρή; Σιδερώνω. Τὸ βαποράκι κρύωσε... (Σλανγκρ).
Advertisement