SlangWiki
Advertisement

Ιταλογενές στα ντούρα καλιαρντά που σημαίνει φωνάζω.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Ο Μουστσουσής είχε μια φιλενάς κερβερού, τη Λαζάρα, μπουτ νταμιραντάμα, λιγδομπερντού. Η φτωχιά ήτανε μπαριασμένη. Ο Μουστσουσής με τα τεκνόστουντα άβελε τουρ. Όταν μπενάψανε στον Μουστσουσή ότι η φιλενάς μπαριάστηκε, έριξε ρόσαλα και τα 'βαψε νεκρή. Αβέλει σπασίμπες με τα τεκνόστουντα και βουρ για Βηθανία, στης Λαζάρας το χωριό. Τότε μαζευτήκανε οι ακουμπότσαρδες της λιγδομπερντούς κι οι δυο της αδρεφές, που ήτανε βιρτζίνες, η Μάρθα κι η Μαρία. Η Μαρία, ξέρεις, η ντακουρομαρμούχλω. "Καλέ, πού είναι η Λαζάρα η φιλενάς;" μπέναψε το Γκοντότεκνο. "Μπισελογύψιασε η δόλια! Τέσσερις μέρες αδικοκουτιασμένη. Την βακουλαγλαρίσαμε κάτω απ' το βακουλογκάστρωμα και την μπήξαμε σε μία τζαστιραχότρουπα μπουτ τσαρδόσπλαχνη". "Νάκα μωρή! Αβέλει τούφες. Κουλά λέτε", μπένεψε ο Μουστσουσής. "Αβέλουμε μπουτ κανικό να πάμε να τη βρούμε!" "Τι να βρεις μωρή ντικοστόπουρη, τέσσερις τζόρνες αδικοκουτιασμένη! Αβέλει μπουτ μποχικό μες στο τσαρδόσπλαχνο!" "Εγώ είμαι το Γκοντότεκνο. Και μπενάβω από όλες καλύτερα" Και σκάει μύτη οριεντάλ στη τζαστιραχότρυπα και βοτσιάζει φωνή μεγάλη και λέει. (Από καλιαρντογράφημα στο Φέισμπουκ).

Advertisement