SlangWiki
Advertisement
  1. Ετυμολογούμενο από το αλβανικό pus = πηγάδι +  < λατινικό puteus, σημαίνει το βρώμικο πηγάδι, το πηγάδι με βρώμικο νερό. Υπάρχει και ως τοπωνύμιο στη Λαυρεωτική, Κερατέα, Σαλαμίνα και αλλού, κυρίως σε περιοχές με έντονο το αρβανίτικο στοιχείο.
  2. Σε συμφυρμό με το αγγλικό pussy που σημαίνει αιδοίο, γατάκι και δειλός (για ετυμολογία δες εδώ) μπορεί να σημάνει το βρωμόμουνο.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Το Βρωμοπούσι, το Βρωμοπήγαδο και η Λαυρεωτική έναν αιώνα πριν. Τα εκδρομικά χρονογραφήματα του συγγραφέα και δημοσιογράφου Δημήτρη Χατζόπουλου που πεζοπορούσε γύρω στο 1920 στα Μεσόγεια και το Λαύριο θυμίζουν τη μικροϊστορία της περιοχής που ήρθε τις τελευταίες ημέρες ξανά στο προσκήνιο της επικαιρότητας. (Νέα).
  2. Για μια βρωμοντάτσα στο Βρωμοπούσι. Μολονότι αριστερός και δεδηλωμένα αντίπαλος του συστήματος, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απολαμβάνει μέχρι το μεδούλι τα πλεονεκτήματά του, δηλαδή τις πολυτέλειες, τα προνόμια, την ανώτερη ποιότητα ζωής γενικώς, που φέρνει η επαγγελματική επιτυχία και η κοινωνική ανέλιξη. Προσπαθώντας να δω το θέμα ψυχρά, το μόνο σκανδαλιστικό, έως και «kinky», που έβρισκα στο γεγονός ότι ο Τσίπρας νοικιάζει ντάτσα δίπλα στη θάλασσα ήταν η ονομασία της περιοχής: Βρωμοπούσι ή Βρωμοπήγαδο. (Πραγματικά δυσκολεύεσαι να πεις ποιο από τα δύο είναι το χειρότερο! Εγώ, πάντως, θα προτιμούσα τη δεύτερη εκδοχή, Βρωμοπήγαδο, διότι είναι τουλάχιστον στα ελληνικά, ενώ το Βρωμοπούσι είναι στα ελληνοαγγλικά, που τόσο εκνευρίζουν τον Μπαμπινόσαυρο της Γλωσσολογίας…). (Πανδώρα).
  3. Δεν είναι βρωμοπούσι, είναι βρωμοαιδοίον, που θα έλεγε κι ο Μπαμπινιώτης. (Φέισμπουκ).
Advertisement