SlangWiki
Advertisement

Η καρδερίνα. Ετυμολογία: ιταλικό cardello < υστερολατινικό cardellus < λατινικό carduelis < carduus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *kars- = χαράσσω, γδέρνω, τρίβω.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Γλυκά την τρίλια του σκορπά τ’ αηδόνι το νυχτερινό / και το τρελό γαρδέλι (Γιωσέφ Ελιγιά, Το τραγούδι του αναχωρητή)
  2. Μπήγοντας ψηλές–ψηλές φωνούλες σα γαρδέλι που το μπουχίσανε και ξαφνιάστηκε (Άγγελος Τερζάκης, Το Κατινάκι)
Advertisement