SlangWiki
Advertisement
  1. Ετυμολογείται από την τουρκική λέξη kâhya < περσικό kadxudā, και σημαίνει διαχειριστής, οικονόμος και τελικά σήμαινε αξιωματούχος στην Πύλη. Καπουκεχαγιάς ήταν "ο αντιπρόσωπος των υποτελών ηγεμόνων και του οικουμενικού πατριάρχη στην Υψηλή Πύλη, κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομάζονταν κεχαγιάδες οι συνοικιάρχες και οι εκπρόσωποι των συντεχνιών (εσνάφια). Κεχαγιάδες υπήρχαν επίσης και στα μεγάλα πριγκιπικά μέγαρα. Επρόκειτο ουσιαστικά για επιμελητές, που φρόντιζαν για τα συμφέροντα της συνοικίας, της συντεχνίας ή του μεγάρου που είχαν αναλάβει να προστατεύουν. Ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με αυτόν των βυζαντινών κουρατόρων". (Δες).
  2. Μετά το 1831 αποκαλούντο έτσι από τον λαό οι πρώτοι δημοτικοί αστυνομικοί/ αστυφύλακες της Αθήνας.
  3. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
  1. Επί εικοσαετίας ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής διετέλεσε Καπουκεχαγιάς του νησιού Χίου στην Υψηλή Πύλη, ήταν δηλαδή αντιπρόσωπος της Χίου επιμελούμενος των συμφερόντων της και με την ιδιότητά του αυτή προσέφερε πολύ μεγάλες εκδουλεύσεις στους υποδούλους τότε Έλληνες της Χίου. (Εδώ).
  2. Τη Χωροφυλακή την είχε αναλάβει το κράτος, αλλά τη δημοτική Αστυνομία την είχαν αναλάβει οι δήμοι για αυτό και ο κάθε δήμαρχος διόριζε αστυνομικούς τους δικούς του κομματάρχες, τους δικούς του ανθρώπους και τους μπράβους του. Ο λαός έλεγε τους αστυνόμους "καπουκεχαγιάδες", ενώ επισήμως λέγονταν "Ειρηνοφύλακες". Στην αρχή οι δημοτικοί αστυνομικοί δεν είχαν δική τους στολή και φορούσε ο καθένας ό,τι ήθελε. Επίσης, κρατούσαν ένα ραβδί μήκους 75 εκατοστών και πάχους 30 χιλιοστών για να επιβάλλουν με αυτό την τάξη. Το ραβδί αυτό, κάτι σαν τα σημερινά "γκλομπς", είχε την επιγραφή "η ισχύς του νόμου". Αυτό το ραβδί ύστερα από μερικά χρόνια, επειδή ο λαός υποδέχτηκε μάλλον όχι με καλές διαθέσεις τους Ειρηνοφύλακες, έγινε χονδρό ρόπαλο με μια σιδερένια σφαίρα στην άκρη, που άνοιξε πολλά κεφάλια πολιτών επί τριάντα περίπου χρόνια. (Γιάννης Καιροφύλας, Η ιστορία της συνοικίας του Ψυρή, Φιλιππότης, Αθήνα 2000, σ. 109-110).
Advertisement