SlangWiki
Advertisement

Πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που είναι υπερβολικά "κάτσε καλά" κατά τα τουμπανάιζερ, ουκρανάιζερ κ.τ.ό.

Όπου ως κάτσε καλά εννοείται κάτι που είναι πάρα πολύ καλό, σούπερ ντούπερ, τιτανοτεράστιο, ναφάν γκατέ, ανυπέρβλητο, ανοξείδωτο και τα λοιπά συνώνυμα του μεγάλο. Η σημασία είναι ότι πρόκειται για κάτι που μας υπερβαίνει και θα έπρεπε να μας προκαλεί το δέος. Στην ατυχή περίπτωση που δεν αισθανόμαστε αυτό το σοκ και πέος, γιατί έχουμε περιπέσει σε πώρωση συνειδήσεως, και έχουμε απωλέσει την σωστή ιεράρχηση των μεγεθώνε, έρχεται ο συνομιλητής μας να μας υπενθυμίσει ότι απέναντι σε ένα τέτοιο μέγεθος πρέπει να φερόμαστε σεμνά και ταπεινά συναισθανόμενοι την απόσταση που μας χωρίζει από αυτό μέσα στην ιεραρχία του υπαρκτού. Το κάτσε καλά εντέλει σημαίνει να κάτσουμε καλά στην θέση που μας αρμόζει μέσα σ' αυτή την συμπαντική ιεραρχία, παραδεχόμενοι ότι υπάρχουν πράγματα που μας υπερβαίνουν, έτσι ώστε να μην πέσουμε ακόμη χαμηλότερα αν αποτύχουμε να αναλογιστούμε την αξία του εν λόγω πράγματος. Ή πιο απλούστερα, μπορεί να σημαίνει παρότρυνση να κάτσουμε καλά στην θέση μας για να μην πέσουμε από την έκπληξη που θα μας προκαλέσει το καταπληκτικό αυτό πράγμα.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Μην κρίνεις τη Μόνικα από τη Στάλα που είναι γτπ, οι πρώτες δουλειές της ήταν σούπερ κατσεκαλάιζερ.

Advertisement