SlangWiki
Advertisement

Παθαίνω λωβή ή λώβα δηλαδή λέπρα, λωβάω, και κατ' επέκταση είμαι απροσπέλαστος λόγω ρυπαρότητας ή είμαι ανάπηρος ή τρελός. Ανήκει κυρίως στις ποικιλίες της Ηπείρου, της Λευκάδας και της Αιτωλοακαρνανίας. Στην ποικιλία της Λέσβου σημαίνει δέρνω.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Στης Τσιλιβιάς το Κούρουπο λουβιάζουν σκουρδουμπάκια -ωρέ!- [Κι όσο να φτάσει το πουρνό] -ωρέ- [μοσχοτσουνάν γουφάκια!] (Παραδοσιακό λετριστικό άσμα, καμία σχέση με το λήμμα, αλλά είναι το μοναδικό γούγλισμα).
  2. Όποιος τα πιάνει στο στόμα του, λωβιάζει. Της ζητούσα να μου το εξηγήσει. - Να, βγάζει σπυριά και δεν κλείνουν ποτέ. (Γιώργος Κοτζιούλας, Η Βάβω η Θόδω).
  3. Κ' έτσι ό, τι διανοητικά μαραίνει ο δάσκαλος κι ό, τι λωβιάζει η κακοπάθεια κ' η ψεφτιά, σέρνεται στά συμπονετικά καταστήματα γιά νά μπαλωθεί. (Εδώ).
Advertisement