SlangWiki
Advertisement

Λέξη των καλιαρντών που σημαίνει τον μεθυσμένο και μαρτυρείται από το 1904 (δες). Από τη λέξη της Ρομανί maťol = μεθάω.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Μπουτ μάταλο το λατσότεκνο.

Advertisement