SlangWiki
Register
Advertisement

Και μακρομούρα στο θηλυκό. Ο μακροπρόσωπος, αυτός που έχει μακρύ και στενό πρόσωπο κατά τρόπο μάλλον παραμορφωμένο.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Το βλαχάκι κατέφτασε θαμπωμένο στο Παρίσι, χωρίς ίχνος γαλλικών και με την Αριστέα αλά μπρατσέτα. Μαμά και γιος έζησαν την πιο ευτυχισμένη βδομάδα της ζωής τους. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η Αριστέα αρνήθηκε με πείσμα να μπει στο Λούβρο να δει την Τζοκόντα – «Σιγά μην πληρώσω να δω τη μακρομούρα», δήλωσε. (Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο Αγόρι. Γαλάζιο μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000).
  2. Δεν ξετρελάθηκα, όμως πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήταν και για πέταμα: Ξανθός, γαλανομάτης, λίγο μακρομούρης, χρυσοχόος στο επάγγελμα, μου φάνηκε καλό και μαζεμένο παιδί. Συζητήσαμε ζωηρά οι τρεις μας για κανένα δίωρο, νόμιζα ότι θα υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον περαιτέρω, ωστόσο ο Στάθης δεν θα ξαναδώσει σημεία ζωής. (Λιζέτα Βρανά, Απόλυτο Κακό, Βιβλίο ΙΙ, Το Εσωτερικό Μονοπάτι).
  3. Εντάξει ρε, μην το δεις άμα δε σ' αρέσει η μακρομούρα η Σάρα Τζέσικα, κάνε το μπακ-απ και μη δεις τίποτα, σιχτιρ. (Εδώ).
  4. Δεν γνωρίζουμε τη λέει η μακρομούρα Σία με το αλογίσιο κεφάλι, γνωρίζουμε όμως ότι ο Τσίπρας έδειξε την πόρτα της εξόδου στη Ράνια που δηλώνει κάτοικος Αμερικής και τσέπωνε το χιλιάρικο το μήνα για ενοίκιο, όσο και στον άγευστο φαλακρό άνδρα της που κατέχει τη θέση του Υπουργού. (Μπαλαδόρος).
Advertisement