SlangWiki
Advertisement

Εκ του βενετικού moneda, είναι νομισματική μονάδα και κατ' επέκταση το χρήμα γενικά. Το βρίσκουμε κυρίως στην ποικιλία των πρώην ενετοκρατούμενων νησιών του Ιονίου. Συχνή έκφραση το κόβω μονέδα που σημαίνει ότι βγάζω πολλά χρήματα ή, προσφάτως, στο ιδίωμα της κρίσης, ότι κόβω πληθωριστικό νόμισμα χωρίς αντίκρυσμα.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Κόβουν μονέδα οι ξαπλώστρες στις παραλίες.

Advertisement