SlangWiki
Advertisement

Ελληνική εκδοχή του pussy-whipped,  του άβουλου και υποτακτικού δηλαδή μουνανδραπόδου που άγεται και φέρεται από το αυταρχικό του έτερο ήμισυ με δέλεαρ το σεχ (ή με φόβητρο την στέρηση αυτού).

Παράδειγμα[]

Ο μαντζάινας είναι pussy whipped, μουνομαστιγούμενος, αυτό που στην τρέχουσα ελληνική αποδίδουμε ως μουνόδουλος, μουνοείλωτας ή απλά είλωτας -- να σημειωθεί ωστόσο ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί αποκτούν ένα οριακά θετικό πρόσημο όταν περιγράφουν τον αχόρταγο για σεξ άνδρα, που μπροστά στην επίτευξη του ιερού σκοπού του δεν ορρωδεί προ ουδενός και φτάνει να αυτοξεφτιλίζεται (από ανάλυση του Jeanoir στο φβ)

© Vrastaman

Advertisement