SlangWiki
Advertisement

Πεθαίνω στα καλιαρντά εκ του μπισέλω που σημαίνει κοιμάμαι και του γύψος.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Ο Μουστσουσής είχε μια φιλενάς κερβερού, τη Λαζάρα, μπουτ νταμιραντάμα, λιγδομπερντού. Η φτωχιά ήτανε μπαριασμένη. Ο Μουστσουσής με τα τεκνόστουντα άβελε τουρ. Όταν μπενάψανε στον Μουστσουσή ότι η φιλενάς μπαριάστηκε, έριξε ρόσαλα και τα 'βαψε νεκρή. Αβέλει σπασίμπες με τα τεκνόστουντα και βουρ για Βηθανία, στης Λαζάρας το χωριό. Τότε μαζευτήκανε οι ακουμπότσαρδες της λιγδομπερντούς κι οι δυο της αδρεφές, που ήτανε βιρτζίνες, η Μάρθα κι η Μαρία. Η Μαρία, ξέρεις, η ντακουρομαρμούχλω. "Καλέ, πού είναι η Λαζάρα η φιλενάς;" μπέναψε το Γκοντότεκνο. "Μπισελογύψιασε η δόλια!". (Από θρησκευτικό καλιαρντογράφημα στο Φέισμπουκ).

Advertisement