SlangWiki
Advertisement

Ο διακινητής ναρκωτικών ή οποιοσδήποτε άλλος κάνει deals.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. σύνδρομο στέρησης το λένε και άμα δεν βρεις αυτά που θέλεις στην πιάτσα, άμα σε κοροϊδέψει το ντιλέρι κινδυνεύεις να πέσεις στα ληγμένα (Εδώ).
  2. Σήμερα το μεσημέρι κατά τις 13.00-14.00 στο κέντρο της Αθήνας, η Αθηνάς ήταν κλειστή απο τις οδούς Σοφοκλέους έως την οδό Ευριπίδου. Κάποια στιγμή αστυνομικοί άρχισαν να μαζεύουν κόσμο που πουλούσε προιόντα, ακριβώς απέναντι απο τη Βαρβάκειο, στην πλατεία που βρίσκεται Αθηνάς, Σωκράτους, Αρμοδίου και Αριστογείτονος. Στην αρχή στην πλατεία ήταν 4-5 χρήστες. Μετά απο το μάζεμα όλου του κόσμου, χρηστών, πωλητών κ.α η πλατεία γέμισε με πάνω απο 30 άτομα. Ξάφνου σκάνε κάμερες του Alpha και κορδέλα προς την πλατεία, οπου πίσω απο την κορδέλα είναι 5-6 αστυνομικοί με γυαλιά και κοιτάνε προς την κάμερα, Πίσω τους, μαζί με τους χρήστες και τους λοιπόυς καμιά 5-6 αστυνομικοί ακόμα οπου ζητάνε χαρτιά, συζητάνε κλπ. Γύρω απο την πλατεία μπάτσοι. Ο ρεπόρτερ του alpha, ξεκίνησε να ξεστομίζει λόγο σχετικά με το οτι αυτή τη στιγμή βλέπουμε κακοποιούς οι οποίοι έχουν μαζευτεί εκέι μετά απο επιχείρηση της αστυνομίας και οτί έχουν βρεθεί ναρκωτικά όπως επίσης να σχολιάζει την κατάντια της Αθήνας, εμμέσως πλήν σαφώς. Γύρω του το συνεργειο άλλα και φωτογράφοι και πολύς κόσμος. Το παραπάνω αποτελεί μία ακόμα διαπίστωση του ποιό είναι το ρεπορτάζ που πλασάρουν τα ΜΜΕ, ειδικά τα συστημικά, όπως επίσης και το πώς η Ελλάς, πέρνει μέρος σε τέτοια ρεπορτάζ με ηθοποιούς και κομπάρσους τους ίδιους.Φυσικά, τα ντιλέρια και η πρέζα στις γύρω πλατείες και περιοχές καλά κρατεί και δεν έχει σταματήσει όυτε θα σταματήσει, ειδικά με υποκριτικά και στοχευμένα ρεπορτάζ και με συμβολικές κινήσεις της αστυνομίας όπως ήταν η "εξάρθρωση" δικτύων ναρκωτικών στην Αθήνα (ενός απο τα πολλά) το οποίο είναι γνωστό ακόμα και στους απλούς περιπατητές των Αθηνων χρόνια τώρα. Αυτό, για να μήν τρώμε κουτόχορτο. (Indy).
  3. Μιας και δε θα περάσεις ποτέ,τι σε κόφτει; Εγώ ζώ εδώ,capish? Με επηρεάζει άμεσα η κατάσταση που επικρατεί. Οι αναρχικοί δεν απαγορεύουν ούτε διέλευση ούτε στάση,σε αντίθεση με ντιλέρια και ματ. Τόσο απλά. Με τους μπαφιάρηδες δεν έχω θέμα,άσχετα που ότι πίνουν βρωμοκοπάει κάτουρο και χλωρίνη απτις 10 το πρωί. Τα ντιλέρια όμως είναι θέμα. Πριν κανα χρόνο ηταν μαζεμένα 5-5,με τα πιτμπουλ τους και τα μαχαίρια τους. Οταν ομως γάβγισαν λίγο οι αναρχικοί, ξαφανίστηκαν όλοι με την ουρά στα σκέλια. Και τα ΜΑΤ πρόβλημα είναι,ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις 7.30 στη δουλειά και να σε σταματάνε,να σε ψάχνουν,να σου λένε τράβα κάνε κύκλο δε περνάει κανείς απο δω και τέτοια; Αυτά το πρωί,πιο απογευμα-βράδυ γλίτωνες προσαγωγή και φάπες μόνο αν περπατούσες με κοπέλα. (Εδώ).
  4. Ακούστε και μια είδηση, που εκεί δε βάζω χέρι, επιάσαν Νιγηριανό δυσκοίλιο ντηλέρι με εβδομηνταδύο σακουλάκια κόκα στην κοιλιά του και σα την μαγεμένη χήνα καρτερούν όλοι τ' αυγά του.Οι μπάτσοι πάλι τυχεροί με το σκατό ως την μέση μετράνε και ξεπλένουν όσα έχει ως τώρα χέσει. (Lowbap του B.D. Foxmoore εδώ).
  5. Αποφασίσαμε να ‘’κόψουμε’’. Το’ χαμε ξανακάνει στο παρελθόν χωρίς επιτυχία, αλλά εκείνη τη φορά, δεν χωρούσε γυρισμός. Η υγεία μας ήταν σε κακό χάλι. Ντυθήκαμε. Φόρεσα το αγαπημένο μου κολάν δερματίνη, που τόνιζε τις γάμπες μου κι εκείνο το κραγιόν, που ‘’μ’ έφτιαχνε’’. Ο Γιάννης έβαλε τα παπούτσια, το μπουφάν το φλάι, το σκουφάκι του, πήρε τα τσιγάρα και με κοίταξε. – Είσαι όμορφη, μου είπε. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη, δίπλα στην εξώπορτα. Αυτά τα μικρά σημαδάκια από την εφηβική μου ακμή, ακόμα μου την έσπαγαν. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τα βλέπω. Τίναξα τα μαλλιά μου και του είπα:   – Αυτή είναι η τελευταία μας φορά. Έτσι δεν είναι;   – Ναι Μάρθα, μην ανησυχείς. Απόψε είναι η τελευταία μας φορά. Τελειώνουμε μ’ αυτό. Κατεβήκαμε τις σκάλες, μ’ έναν περίεργο ρυθμό. Τη ροή, διαδέχονταν τονισμοί και μικρές παύσεις, γεμάτες αλλόκοτη ενέργεια. Βγήκαμε στο δρόμο. Είχε βραδιάσει. Το ραντεβού μας ήταν στο Πεδίο του Άρεως, δίπλα στο κιόσκι. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ μακριά, ευτυχώς. Αυτό ήταν κάτι που απολαμβάναμε, από τότε που μετακομίσαμε σ’ αυτό το σπίτι, στο κέντρο της Αθήνας. Τις κοντινές αποστάσεις. Κινήσαμε σιωπηλοί, πιασμένοι χέρι-χέρι. Θα συναντούσαμε τον Κάρμι, έναν τύπο που γνωρίσαμε πέρυσι το χειμώνα, στην κατάληψη, στη συναυλία του Γιάννη. Είχε καλό ‘’stuff’’, καθαρό. Πρώτη φορά που το δοκίμασα, ‘’τρίπαρα’’ κανονικά. Ένιωσα μια δύναμη ανεξέλεγκτη, μια διαύγεια παράξενη. Εκείνη τη φορά, ο Γιάννης έγραψε το κομμάτι που έπαιξε το περασμένο καλοκαίρι, σ’ αυτό το γνωστό φεστιβάλ, που γίνεται χαμός. Για την ακρίβεια, ο Κάρμι είχε πολύ καλό ‘’stuff’’, όχι απλά καλό, ηρωίνη α’ ποιότητας, ‘’ζού σπέσιαλ’’, που λένε τα ‘’τζάνκια’! Φτάσαμε. Η ώρα ήταν ακριβώς. – Είδες; είμαι πάντα συνεπής, είπε ο Γιάννης. – Το ξέρω, απάντησα. Του χάιδεψα τρυφερά το κεφάλι, τον κοίταξα στα μάτια και του είπα: – Θα τα καταφέρουμε, μετά απ’ αυτό; Πες μου ότι θα τα καταφέρουμε. – Ναι μωρό μου, θα τα καταφέρουμε. Αρκεί να στηρίζουμε, ο ένας τον άλλο… Έτσι δεν είπαμε; Μου ’δωσε ένα φιλί στο μάγουλο -στο αγαπημένο του σημείο, εκεί κοντά στο στόμα- όπου το δέρμα μου ήταν απαλό -όπως έλεγε- παρ’ όλα τα μικρά σημαδάκια. Ο Κάρμι φάνηκε από μακριά. Φορούσε μια φαρδιά χρωματιστή φόρμα και περπατούσε με πολύ στιλ. Έμενε στην Κυψέλη και ήταν από την Μπουρκίνα Φάσο. Ο Γιάννης τον συμπαθούσε, αλλά ένα ‘’ντηλέρι’’ θέλει πάντα προσοχή. Πόσο μάλλον όταν το συγκεκριμένο, κατάπινε ξυράφια και τα ’βγαζε… Ξέρεις… Χωρίς να πάθει τίποτα. Έτσι είχε πει στον Γιάννη κάποτε, το είχα ακούσει κι εγώ. Δεν έλεγε μαλακίες… Μασούσε και κάτι γυαλιά…. Αυτό το είχα δει με τα μάτια μου. Τελετουργικά αφρικανικά και τέτοια. Ο Κάρμι έφτασε μπροστά μας. – Hey guys! τι λέει; – Όλα καλά ρε Κάρμι, εσύ; Του λέει ο Γιάννης. Κυλάει φίλε μου, κυλάει. Ωραία. Σου ‘φερα αυτό που μου ζήτησες, αλλά θα σε στεναχωρήσω λίγο. Τί έγινε ρε; Ο Γιάννης είχε αρχίσει να ‘’στραβώνει’’ -τον κατάλαβα- γιατί ο Κάρμι πήρε το ύφος που συνηθίζουν να έχουν τα ‘’ντηλέρια’’ όταν θέλουν να σου πουλήσουν παραμύθια, για να σε ρίξουν είτε στην τιμή, είτε στην ποιότητα, είτε για να δείξουν ότι αυτοί έχουν το πάνω χέρι.– Πρέπει να πάρεις ‘’το θέμα’’ εκατό ευρώ από εξήντα, γιατί είναι το τελευταίο και αναγκάστηκα να χάσω μια παραγγελία, για να το σπάσω… Ξέρεις… Συνέχισε τις μαλακίες του ο Κάρμι. – Τί ξέρω ρε Κάρμι, δεν τ’ αφήνεις αυτά; Είπαμε εξήντα και εξήντα θα σου δώσω κι εσύ θα μου δώσεις αυτό που ζήτησα, του λέει ο Γιάννης. Ήταν παλιοκαραβάνα σκληρή, δεν μασούσε, γι’ αυτό μου άρεσε. Μια φορά είχε πλακώσει στο ξύλο έναν τύπο μπροστά μου, γιατί μου την έπεφτε χυδαία ο μαλάκας. Τον είχε ‘’σαπακιάσει’’, μιλάμε. Ο τύπος από τότε, κάθε φορά που μ’ έβλεπε, άλλαζε πεζοδρόμιο τρέχοντας. Τέλοσπάντων, ο Κάρμι συνέχισε την κλάψα: – Ρε Γιάννη, σου λέω… Ο Γιάννης τον διέκοψε: – Κάρμι, ψωνίζω εδώ και καιρό και πάντα είμαι σπαθί. Δεν είμαι ρε; – Είσαι ρε Γιάννη, αλλά σου λέω το έσπασα ‘’το θέμα’’ και θα φάω τη χασούρα. Ο Γιάννης ακούγοντας ‘’τις πίπες’’ του Κάρμι, πήρε μια βαθιά ανάσα, τον πλησίασε και του είπε ήμερα, με μάτια που όμως έβραζαν: – Κάρμι, δώσε μου το ‘’stuff’’, πάρε τα εξήντα και τα λέμε σε τρεις μέρες. Δεν θα πάθεις τίποτα μέχρι τότε. Άντε! Του έβαλε στο αριστερό χέρι τρία εικοσάευρα, μετά άνοιξε την δεξιά του παλάμη και πήρε το stuff. Στη συνέχεια, με τράβηξε για να φύγουμε γρήγορα. Ο Κάρμι φώναξε φεύγοντας: – Σε τρεις μέρες Γιάννη. Σε τρεις μέρες… Θα περιμένω! – Άντε γαμήσου, τσιγκούναρε! ψέλλισα έντρομη, καθώς απομακρυνόμασταν. (Διήγημα από τον Γρηγόρη Γαϊτανάρο εδώ)
Advertisement