SlangWiki
Advertisement

Παλαιά λέξη, του 19ου αιώνα, που σημαίνει ξεσαλώνω, αλητεύω, ελευθεριάζω, ρεμπελεύω. Ετυμολογείται πιθανόν από το ιταλικό bordellare (κατά τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο) και δεν έχει σχέση με το μπουρδέλο, αν και λόγω παρετυμολογικής έλξης μας έδωσε στη συνέχεια το ξεμπουρδελιάζω.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

  1. Η θαλασσία εκδρομή έμελλε να διαρκέσει 48 ώρας ή το πολύ τρεις ημέρας. Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε ν’ αφήσει τον υιόν του να «ξεμπουρδαλιάζει», και εζήτει να τον πάρει μαζί. Αλλ’ ο Πάπος αγαπούσε, ναι, τις βάρκες, αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά δεν έστεργε την πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατήρ του, θα ήτο ως πλωτή φυλακή δι’ αυτόν. Και άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να το πάρει μαζί, εφρόντισε να γίνη άφαντος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το ενιαύσιον θύμα, 1899).
  2. Μακάρι να ήσασθίνε στο νύχι μας εμάς των παλαιινώνε! Στο τσαιρό μας, τσυρά μου, -σα θέλεις να το πω τσιόλας- δεν ήτανε έτσι ξεμπουρδουλεμένα τα θηλυκά, σαν καμπόσα που λιέπω τώρα. (Σωτήρης Κουρτέσης, Καρπάθιος, 1862).
Advertisement