- Συνεκδοχικά ο/η σύζυγος από το στεφάνι του μυστηρίου του γάμου. Βάζω στεφάνι = παντρεύομαι. Πατώ το στεφάνι μου = διαπράττω μοιχεία. Τιμώ το στεφάνι μου = είμαι πιστός στον/ην σύζυγό μου και τον/την σέβομαι. Παίρνω κάποιον/α με στεφάνι = Παντρεύομαι επισήμως στην εκκλησία αντί να ζω με ελεύθερη συμβίωση. Έχω κάποιον/αν χωρίς στεφάνι = είμαι σε σχέση με κάποιον/αν χωρίς επίσημο γάμο στην εκκλησία. Στο στεφάνι μου! είναι συνήθης όρκος.
- Το παιδικό κατρακύλι, το τσέρκι.
- Πάω στεφάνι λέγεται για οδήγηση με μεγάλη ταχύτητα (δες).
- Πάει η μαλακία στεφάνι λέγεται για υπερβολική βλακεία.
- Στεφανάκι είναι ο παρθενικός υμένας (σε παλαιότερες παραδοσιακές κοινωνίες).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
- Μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που 'χε κάνει. (Λαϊκό άσμα).
- Στα χρόνια μας το κάθε παιδί είχε το δικό του στεφάνι και παίζαμε με αυτά στους δρόμους. (Λεξικό Γεωργίου Κάτου).
- Πάει στεφάνι με τη Μπέμπα.
- - Δεν αντέχονται τα παλουκάρια, δύο λεπτά συζήτησης και τραβάς τα μαλλιά σου μετά. - Αφού ρε η μαλακία πάει στεφάνι εκεί μέσα, απορώ γιατί μιλάς μαζί τους. (Σλανγκρ).
- Με το ξέτρυπο το στεφανάκι της πώς να παντρευτεί;