SlangWiki
Advertisement
  1. Συνεκδοχικά ο/η σύζυγος από το στεφάνι του μυστηρίου του γάμου. Βάζω στεφάνι = παντρεύομαι. Πατώ το στεφάνι μου = διαπράττω μοιχεία. Τιμώ το στεφάνι μου = είμαι πιστός στον/ην σύζυγό μου και τον/την σέβομαι. Παίρνω κάποιον/α με στεφάνι = Παντρεύομαι επισήμως στην εκκλησία αντί να ζω με ελεύθερη συμβίωση. Έχω κάποιον/αν χωρίς στεφάνι = είμαι σε σχέση με κάποιον/αν χωρίς επίσημο γάμο στην εκκλησία. Στο στεφάνι μου! είναι συνήθης όρκος.
  2. Το παιδικό κατρακύλι, το τσέρκι.
  3. Πάω στεφάνι λέγεται για οδήγηση με μεγάλη ταχύτητα (δες).
  4. Πάει η μαλακία στεφάνι λέγεται για υπερβολική βλακεία.
  5. Στεφανάκι είναι ο παρθενικός υμένας (σε παλαιότερες παραδοσιακές κοινωνίες).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που 'χε κάνει. (Λαϊκό άσμα).
  2. Στα χρόνια μας το κάθε παιδί είχε το δικό του στεφάνι και παίζαμε με αυτά στους δρόμους. (Λεξικό Γεωργίου Κάτου).
  3. Πάει στεφάνι με τη Μπέμπα.
  4. - Δεν αντέχονται τα παλουκάρια, δύο λεπτά συζήτησης και τραβάς τα μαλλιά σου μετά. - Αφού ρε η μαλακία πάει στεφάνι εκεί μέσα, απορώ γιατί μιλάς μαζί τους. (Σλανγκρ).
  5. Με το ξέτρυπο το στεφανάκι της πώς να παντρευτεί;
Advertisement