SlangWiki
Advertisement

Ετυμολογία: < τέζα < ιταλικό tesa < teso < λατινικό tensus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tendo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ten- (βλ. τείνω).

  1. Κάπως πιο δοκίμως τεντώνω, τσιτώνω.
  2. Όπως και το τέζα, καταλήγει να σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω.
  3. Και ενεργητικώς προκαλώ αιφνίδιο θάνατο, αποπληξία.
  4. Μεταφορικώς, αποκτά σημασίες όπως κουράζομαι, καταπονούμαι υπερβολικά.
  5. Και ενεργητικώς, αποσβολώνω, προκαλώ αποπληξία, ξαφνιάζω. Η σημασία αυτή χρησιμοποιείται πολύ στην αθλητική σλανγκ για να δηλώσει λ.χ. στο ποδόσφαιρο γκολ στο 90΄ ή τις καθυστερήσεις ή στο μπάσκετ νικητήριο καλάθι buzzerbeater που "σκοτώνει" την αντίπαλη ομάδα.
  6. Συναφώς, τα παίζω από τη μέθη.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Τέζαρε το ύφασμα να φύγουν οι τσαλάκες.
  2. Πότε θα τεζάρει η βασίλισσα να γίνει κι αυτός μονάρχης...
  3. Θα με τεζάρει το σκατόπαιδο καμιά μέρα με τις μαλακίες του.
  4. Μπορείς να πας να ανοίξεις εσύ την πόρτα γιατί έχω τεζάρει;
  5. Τέζαρε τη Λειψία με γκολάρα ο Ρέτσος.
  6. Μέχρι να φτάσουμε θα έχει τεζάρει απ' το κρασί ο Μήτσος.
Advertisement