Ετυμολογία: < τέζα < ιταλικό tesa < teso < λατινικό tensus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tendo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ten- (βλ. τείνω).
- Κάπως πιο δοκίμως τεντώνω, τσιτώνω.
- Όπως και το τέζα, καταλήγει να σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω.
- Και ενεργητικώς προκαλώ αιφνίδιο θάνατο, αποπληξία.
- Μεταφορικώς, αποκτά σημασίες όπως κουράζομαι, καταπονούμαι υπερβολικά.
- Και ενεργητικώς, αποσβολώνω, προκαλώ αποπληξία, ξαφνιάζω. Η σημασία αυτή χρησιμοποιείται πολύ στην αθλητική σλανγκ για να δηλώσει λ.χ. στο ποδόσφαιρο γκολ στο 90΄ ή τις καθυστερήσεις ή στο μπάσκετ νικητήριο καλάθι buzzerbeater που "σκοτώνει" την αντίπαλη ομάδα.
- Συναφώς, τα παίζω από τη μέθη.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
- Τέζαρε το ύφασμα να φύγουν οι τσαλάκες.
- Πότε θα τεζάρει η βασίλισσα να γίνει κι αυτός μονάρχης...
- Θα με τεζάρει το σκατόπαιδο καμιά μέρα με τις μαλακίες του.
- Μπορείς να πας να ανοίξεις εσύ την πόρτα γιατί έχω τεζάρει;
- Τέζαρε τη Λειψία με γκολάρα ο Ρέτσος.
- Μέχρι να φτάσουμε θα έχει τεζάρει απ' το κρασί ο Μήτσος.