SlangWiki
Advertisement

Πιθανότατα ετυμολογείται από την τουρκική λέξη fodul που σημαίνει υπερόπτης. Το βρίσκουμε στις ποικιλίες της Κρήτης, της Κύπρου, της Ικαρίας, της Ηπείρου με ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως ριψοκίνδυνος, αλαζονικός, τυχοδιωκτικός, καβγατζής, κυκλοθυμικός, εριστικός, χολερικός, οιηματίας, εγωιστής, κομψευόμενος, επιδεικτικός, εμφανίσιμος, λουσάτος, με ωραίο παράστημα. Θηλυκό: φουντούλα (Δες).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Ήταν ένας ομορφάνθρωπος, λιανοκοκαλάτος, παιχνιδομάτης. Φουντούλης, ντυμένος πάντα σαν είκοσι χρονών τζόβενο, με την τσόχινη φουφούλα βράκα (Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης. Ελευθερία ή Θάνατος, Μαυρίδης, Αθήνα 1953).
  2. Δάσκαλο τονέ θέλω ’γώ, μπουμπούλη και φουντούλη / κι ας κάμω μήνα να το δω το κριθινοπιτούλι. (Μαντινάδα από την Ικαρία).
  3. Φουντούλα μου πορτακαλιά / αέρα μη φοβάσαι / κ ήβαλα γω το μπέτη μου / κ επεριτράφωσά σε. (Μαντινάδα από την Ικαρία).
Advertisement