SlangWiki
Advertisement

Το μαγαζί, ο τεκές, όπου γίνεται χρήση χασίς.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Καφενεία που πωλούν «καραμέλες, σοκολάτες, ζαχαρωτά και λοιπά», ή άλλα που –όπως αναφέρει κάποια εφημερίδα– αναγράφουν σε ξεχωριστή πινακίδα δίπλα στο τζάμι ότι «προσφέρεται και καφές» αν και στην πρόσοψη υπάρχει τεράστια ταμπέλα που γράφει ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ, ενημερώνουν συνωμοτικά για το διαθέσιμο μαυράκι και βρίσκονται σε κάθε γειτονιά. Στο Βοτανικό, στον Υμηττό, στο Μεταξουργείο, στην Καισαριανή, στις παράγκες του Πειραιά δίπλα στους πρόσφυγες, αμέτρητα χαμόσπιτα, μαγαζάκια και καφενεδάκια γεμίζουν το ναργιλέ με χασίσι και τον «πατάνε» για να «πιούν» οι ενδιαφερόμενοι. Άλλα τόσα μαγαζιά υπάρχουν στο Βόλο, στη Λάρισα, την Πάτρα και την Καλαμάτα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας λειτουργούν 18 τουλάχιστον χασισοποτεία, στο συνοικισμό Νεάπολη της Θεσσαλονίκης γύρω στα 15 και τρία ακόμη βρίσκονται στη συνοικία Χαριλάου.

Οι χασικλήδες συλλαμβάνονται, δικάζονται, εξορίζονται ή κρατούνται για λίγο καιρό στη φυλακή προς σωφρονισμό και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι. Τεκέδες κλείνουν και ξανανοίγουν, μέχρι να τους επισκεφτούν ξανά τα λαγωνικά της Αστυνομίας Πόλεων.

Στα χρόνια της φτώχειας και της ανεργίας, ο ναργιλές, το χασίσι κι ο μπαγλαμάς που τραγουδάει την επιθυμία για το βοτάνι της Προύσας –αυτό που «ακόμη και τον πόνο των αμαρτωλών στον Άδη μπορεί να γιάνει»– αποτελούν την καθημερινότητα μιας αρκετά μεγάλης ομάδας ατόμων. Είναι ακατανόητο για όσους ευημερούν, για τους πολιτικούς, τους ανθρώπους του τύπου και των γραμμάτων ή τους λιμοκοντόρους, τους βαρυσήμαντους εν ολίγοις της εποχής, πώς γίνεται μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων να υπερβαίνει την καθημερινή μιζέρια και την αβεβαιότητα της επιβίωσής της, ρουφώντας τα ντουμάνια μιας αμφιλεγόμενης δρόγης, ακολουθώντας μια ιεροτελεστία που ενισχύει την αδερφικότητα, την ταύτιση και τον κοινό αναστεναγμό για όσα πληγώνουν. Είναι δύσκολο να καταλάβουν πώς αυτοί οι ταλαίπωροι, οι άνεργοι, οι μεροκαματιάρηδες, οι εργάτες, μαζί με τους αργόσχολους, τους παράνομους και τους νταήδες, βρήκαν μια κοινή ηδονή που τους ενώνει. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι όλοι αυτοί έχουν τη δική τους ιερή «μήτρα», που μέσα της ο χρόνος κυλάει αργά και οι αισθήσεις αυτονομούνται. Κι αφού τραβήξουν μια επιπλέον βαρβάτη ορθοπεταλιά, πιάνουν τα όργανα και αφηγούνται ιστορίες για το χασίσι, που σβήνει τους νταλκάδες και φέρνει τη λησμονιά από ένα σεβντά που κεντάει σαν το φίδι.

Τα ρεμπέτικα τραγούδια των τεκέδων, τα ονομαζόμενα και χασικλίδικα, χρόνια μετά τη γαλλική «Λέσχη των Χασισιστών» που η τέχνη τους –βγαλμένη από εσωτερικές αβύσσους– προσπαθούσε να συλλέξει το άναρχο «όνειρο» της τετραϋδροκανναβινόλης, έρχονται σε παρόμοιες συνθήκες μέθης να αφηγηθούν λιτά και αφτιασίδωτα αυτό που τους τρώει.

Οι δικοί μας «ποιητές των καταγωγίων» δεν εμβαθύνανε ούτε αναλύανε τις καταστάσεις με τον τρόπο που το έκαναν ο Μπωντλέρ ή ο Θεόφιλος Γκωτιέ στο Παρίσι της δεκαετίας του 1840. Στα χαμόσπιτα που γεννιούνται οι εμπνεύσεις του μπαγλαμά, δεν υπάρχουνε πιάτα από σμάλτο ή πορσελάνη, ούτε μεγάλα βενετσιάνικα κύπελλα και οι αίθουσες δεν έχουν σκαλιστά επιχρυσωμένα φατνώματα, μπερζέρες ή τζάκια μαρμάρινα. Το ελληνικό παράπονο εκφράζει ό,τι βλέπει και βιώνει, αβίαστα. Με λίγες άμεσες κουβέντες, στολισμένες απ’ τη μονότονη παρουσία του μικροσκοπικού μπαγλαμά, φτιάχνουν τραγούδια για το ναργιλέ που αποκτά πλέον υπόσταση συντρόφου, παινεύουνε το καλό χασίσι και περιγράφουνε λεπτομερώς τα παθήματα και τις αναποδιές του βίου τους:

«Ένα βραδάκι βρε παιδιά μας στήσανε καρτέρι

Και μας περικυκλώσανε μέσα στου μαουνιέρη.

Κάποιος μπαμπέσης ο άτιμος, μαρτύρησε το χάνι

Ήρθαν και μας μπλοκάρανε δώδεκα πολιτσμάνοι

Τα κλομπς βαρούσαν δώδεκα κι εμείς μαστουρωμένοι

Τρεις κάμες ξεβρακώσαμε, μα βγήκαμε χαμένοι

Φάγαμε ξύλο, βρε άθεο, μον’ πώς δεν μας σκοτώσαν

Και όλους από τέσσερα χρονάκια μας φορτώσαν».

Σε δυο στροφές όλες κι όλες, μαθαίνουμε ποιος τους την έπεσε, ότι κάποιος κάρφωσε τον τεκέ, δέχθηκαν επίθεση, ξεβράκωσαν τρεις κάμες κι έφαγαν τέσσερα χρόνια, λόγω μαστούρας. Αυτή η τραγική κατάσταση μεταμορφώνεται σε έναν ξερό νταλκά, κεντημένο με τα όργανα που έφεραν οι πρόσφυγες απ’ την Ανατολή, την οποία η α φαν γκατέ των Αθηνών θέλει να ξεχάσει. Οι δαρμένοι μετά την αποφυλάκιση τραγουδάνε με την ομήγυρη στον τεκέ την περιπέτειά τους, ξαναφουμάροντας έναν καλοπατημένο ναργιλέ. (Ο Φώτης Παπαδόπουλος στο zenithmag

2. Ήταν ένα ήσυχο χλιαρό βράδυ Μαΐου του 1935 όταν περιηγήθηκα μαζί με έναν φίλο μου στην παραλία του Πειραϊκού Λιμένος. Μου είχε γεννηθεί μια ιδέα να επισκεφθώ ένα χασισοποτείο. Με είχαν διαβεβαιώσει ότι χασισοποτεία υπήρχαν πολλά στον Πειραιά και ότι παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα πολύ αξιοπερίεργο. Μου είχαν δώσει και διευθύνσεις. Ο συνοδός μου χαμογελούσε....

– Ξέρετε μου λέει, τα καταστήματα αυτά είναι τώρα κλεισμένα. Εν τούτοις ας επιχειρήσουμε. ...  Kάλεσε έναν οδηγό και του έδωσε μια διεύθυνση. Πήραμε μερικούς ανηφορικούς δρόμους πολύ κακοφτιαγμένους. Διασχίσαμε συνοικίες που μου φάνηκαν ύποπτες και τέλος σταματήσαμε κάπου. Κατεβήκαμε και κάναμε μερικά βήματα σ΄ έναν ανώμαλο δρόμο που οδηγούσε ανάμεσα σε βράχους προς τη θάλασσα. Εκεί κάτω βρίσκονταν μια παράγκα τελείως κλειστή και σκοτεινή. Χτυπήσαμε τη πόρτα και εισήλθαμε σε μια πρώτη αίθουσα που έμοιαζε με καφενείο. Από πίσω υπήρχε μια πολύ μικρότερη επιπλωμένη μ΄ένα κρεβάτι εκστρατείας και μια καρέκλα. Ένα κερί σφηνωμένο στο στόμιο μιας μπουκάλας φώτιζε ελάχιστα. – Τι θέλετε; ρώτησε ένας γέρος. Ο φίλος μου του εξήγησε τον σκοπό της επισκέψεώς μας, αλλά ο γέρος διατείνονταν πως δεν κάπνιζαν τέτοια εκεί… Εάν κάπνιζαν χασίς εκεί θα μύριζε.... 
Ξαφνικά φωνές, βήματα, πέτρες που κυλούσαν η μια πάνω στην άλλη. Σφυρίγματα που πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Τρεις άνδρες με πολιτικά και ρεβόλβερ στα χέρια μπήκαν μέσα, φωνάζοντας πως ήταν αστυνομικοί. – Δεν πηγαίνουμε καλύτερα αλλού; Βγήκαμε έξω αφήνοντας τον γέρο να επαναλαμβάνει τα ίδια που είπε σ΄ εμάς και στους τρεις αστυνομικούς. Μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο που μας έφερε αυτή τη φορά μπροστά σ΄ ένα σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα. Πλησιάζονταν κάποιος από μέσα άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω μας χωρίς να πει λέξη. Το δωμάτιο εκείνο ήταν στρωμένο με χώμα. Κάτω από το φως ενός δαυλού διέκρινα πρόσωπα παθιασμένα, αραδιασμένα χάμω πάνω σε σάκους. Τα μάτια τους έπεσαν πάνω μας απλανή και χαμένα. Κάποιος κρατούσε στο χέρι μια τούρκικη κιθάρα και καθισμένος σταυροπόδι στο έδαφος, περίμενε να κάτσουμε κι εμείς για να ξεκινήσει. Μια διαπεραστική οσμή καμένου χαρτιού διέσχιζε τον αέρα.... 

Ο αμίλητος που μας είχε ανοίξει την πόρτα, μας πλησίασε αυτή την φορά κρατώντας στα χέρια του ένα αντικείμενο που το έλεγαν «τσιμπούκι», που αποτελείτο από ένα δοχείο γεμάτο νερό στο οποίο ήταν προσαρμοσμένα δύο καλάμια σαν σωλήνες. Από πάνω υπήρχε ένας μικρός μεταλλικός δίσκος με κάρβουνα. Οι ανταύγειες των δαυλών, φώτιζαν ένα νεαρό ο οποίος ετοίμαζε μια μάζα χασίς μαλάσσοντάς την με τα χέρια του. Στη συνέχεια τη μοίρασε σε κομμάτια που το καθένα από αυτά τα ονόμαζαν «τσίκα». Λίγο πριν το καπνίσουν οι θαμώνες, φώναζαν «εις υγείαν», ενώ μερικοί από αυτούς φώναζαν στα ιταλικά «εβίβα»!...

Ο άνθρωπος με το τσιμπούκι μου το έτεινε. Πλησίασα στα χείλη μου στον σωλήνα και τράβηξα μια ρουφηξιά, μια δεύτερη, μια τρίτη. – Εβίβα φώναζαν διαρκώς όλοι Κάποιος διπλανός μου αφέθηκε να πέσει κατά γης. – Ξαπλώστε και εσείς, μου είπαν Δεν θέλησα να ξαπλώσω σκεπτόμενος ότι οι τρεις μόνο ρουφηξιές δεν θα έφερναν κάποιο αποτέλεσμα. Γύρω μου η μακάρια έκφραση των καπνιστών, γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια έκφραση αποβλακώσεως. Αισθάνθηκα την ίδια στιγμή να με καταλαμβάνει ένας ίλιγγος και να χάνω λίγο – λίγο τις αισθήσεις μου. Όλα έγιναν τότε ανάκατα, τρομακτικά, αλλόκοτα, ακαθόριστα. Ένοιωσα κι εγώ αυτή την κατάσταση «μαστούρας» που φέρνει στους καπνιστές αυτό το ναρκωτικό. – Φάτε λίγο πορτοκάλι, μου φώναξε κάποιος είναι το καλύτερο αντίδοτο. Ο ήχος της κιθάρας έφτανε από πολύ μακριά. Στον τοίχο απέναντι κρεμόταν μια κακοφτιαγμένη και πρόστυχη εικόνα της Ακρόπολης, αλλά εγώ νόμιζα πως αντίκρισα ένα λαμπρό θέαμα. Μου έφεραν και ένα πορτοκάλι και για να μην τους δυσαρεστήσω έφαγα μια φέτα.... (Μαρτυρία του Κορσικανού συγγραφέα Francis Carco).

3. Μια γειτονιά ήταν τότε ο Πειραιάς. Και οι μάγκες, οι ρεμπέτες της εποχής, ζούσαν και περπατούσαν σε ένα απέραντο χασισοποτείο από το Χατζηκυριάκειο ως τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα. Ο παλαιότερος τεκές ήταν του Τζοάνου. Κοντά στον Άγιο Διονύση αυτός της κυρα-Ρήνης της Μπουρδούσαινας. Στην Πειραϊκή ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 λόγω των ερημικών τοποθεσιών της χρησίμευε ως κέντρο χασικλήδων. Το ρεμπέτικο ανθεί. Η σκιά του Μάρκου Βαμβακάρη αρχίζει να απλώνεται στο λιμάνι και στις βορινούς προσφυγικούς συνοικισμούς. Το 1934 ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιώργος Μπάτης —μεγάλος της παρέας— με τους Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή  —έλεγαν ότι στον λαιμό του «είχε φωλιές με αηδόνια»— σχηματίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία. Ιδρυτής ο Μάρκος, νονός ο Μπάτης, με το αλανιάρικο-καθαρευουσιάνικο «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Πρόκειται για τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του πειραιώτικου ρεμπέτικου. (Γράφει ο Γιώργος Σκίντσας).

4. Περάσαμε μια βόλτα από το χασισοποτείο της γειτονιάς κι ύστερα από την εξωτική Χαβάη. Ώσπου ξαναβράδιασε. Η νανουρισμένη ατμόσφαιρα έτριξε σαν κούτσουρο στο τζάκι και όλοι κράτησαν την ανάσα τους. Κι εκείνη, είπε δισταχτικά για την αγάπη, για το θάνατο, για την άνοιξη και το χαμό. (Ζηνοβία Αντιδώρου στη Bibliotheque).

5. Εκεί στη γωνία Κωνσταντινουπόλεως και Ιεράς Οδού, υπήρχε η “μπυραρία του Μαυρομάτη” και μετέπειτα “στάση λεωφορείων Μαυρομάτη”, από τη μια πλευρά και το “χασισοποτείο του Λουκατζίκου” απέναντι.

Κλεπταποδόχος που αγόραζε με χρυσές λίρες τα λάστιχα και τις βενζίνες ήταν κάποιος γνωστός της γειτονιάς.

Βέβαια με τις χρυσές λίρες οι σαλταδόροι παίζανε μετά «στριφτό» (δηλαδή κορώνα – γράμματα). (Γράφει ο Γιώργος Ψαρόπουλος για τους σαλταδόρους της Κατοχής).

6. Το πιο πολυτελέστερο χασισοποτείο ήταν του Τζοάνου, μιας μεγάλης μορφής του κόσμου της εποχής εκείνης. Λειτουργούσε και σαν καφενείο-ουζερί, πάντα με δροσερές και ελαφροντυμένες γκαρσόνες, έτοιμες να ικανοποιήσουν απαιτητικούς πελάτες. (Μάγκες του Πειραιά).

Advertisement