SlangWiki
Advertisement

Ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό ψιλός < ψάω και ψίω (ψαύωτρίβω) και δοκίμως σημαίνει το λεπτό ή το οξύ. Λαμβάνει πολλές σημασίες σε διαφορετικούς χώρους του σλανγκικού επιστητού:

  1. Στη χρηματοσλάνγκ είναι τα μικρά χρηματικά ποσά, συνήθως σε κέρματα.
  2. Κωδικοποιημένος καθωσπρεπισμός για το κατούρημα, σε αντίθεση με το χοντρό που είναι το χέσιμο. Λέμε και πάω προς ψιλού μου, όταν κάποιος πάει για κατούρημα.
  3. Στην τζογοσλάνγκ είναι το παιχνίδι όπου δεν ποντάρονται μεγάλα ποσά.
  4. Τα ψιλά των εφημερίδων είναι μονόστηλα στις τελευταίες σελίδες, όπου δεν πέφτει η προσοχή του αναγνώστη, και το λέμε άμα κάτι διαφύγει της προσοχής του κόσμου, ως μη έδει. Λέμε: πέρασε στα ψιλά.
  5. Ψιλά γράμματα είναι όταν έχουμε νομικούς όρους και κάποιες λεπτομέρειες γράφονται με μικρά γράμματα σε υποσημειώσεις, αλλά ενδέχεται να κρύβουν παγίδες. Το λέμε όταν κάτι είναι λεπτομέρεια που δεν είναι το ουσιώδες, αλλά μπορεί να ελλοχεύει και κάποιος κίνδυνος σε αυτό.
  6. Στην ηχοληψία είναι οι συχνότητες μικρού μήκους κύματος, οι υψηλές συχνότητες.
  7. Σε παλαιακή συντηρητική σεξοσλάνγκ είναι ο παρθενικός υμένας.
  8. Παίρνω κάποιον στο ψιλό σημαίνει τον κοροϊδεύω με πολύ λεπτή σάτιρα που μπορεί και να μη γίνει αντιληπτή ή, αν γίνει, είναι πολύ καυστική και δηκτική. Παρομοίως, το δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Ρε φιλαράκι, παίζει κάνα ψιλό να πάρω τυρόπιτα;
  2. - Μια στιγμή να πάω στην τουαλέτα και φεύγουμε. Δεν θα αργήσω! - Ψιλό ή χοντρό;
  3. Κάθε Κυριακή μαζευόμαστε για πόκα, αλλά μόνο για ψιλά.
  4. Έγινε χρήση ημιπυρηνικών όπλων και πέρασε στα ψιλά!
  5. - Τα φάρμακα που παίρνεις έχουν σοβαρές παρενέργειες στο συκώτι. - Έλα μωρέ τώρα, ψιλά γράμματα.
  6. Παίζει και στα ψιλά.
  7. Το 'χει χάσει το ψιλό της κι άντε να βρει άντρα τώρα.
  8. Φταίει πάντως κι αυτός που είναι αφελής και τον παίρνουνε στο ψιλό οι λαίουρες.
Advertisement